Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς τα μπρος

  • 1 вперёд

    вперёд (ε)μπρός, προς τα μπρος; пойдёмте \вперёд ας προχω ρήσουμε (μπρος)
    * * *
    (ε)μπρός, προς τα μπρος

    Русско-греческий словарь > вперёд

  • 2 вперед

    επίρ.
    1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•

    шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•

    продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•

    идти -προπορεύομαι.

    2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•

    вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.

    3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•

    вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.

    4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•

    заплатить вперед προπληρώνω.

    5. (επιφ.) εμπρός!•

    взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!

    εκφρ.
    шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος).

    Большой русско-греческий словарь > вперед

  • 3 тычок

    -чкэ, α.
    1. χτύπημα προς τα μπρος. || σπρώξιμο, σπρωξιά,
    2. -ом α) επίρ. με χτύπημα προς τα μπρος, β) με εξοχή προς τα πάνω.
    3. βλ. тычина.
    4. εξοχή κορυφή• αιχμή προς τα πάνω.
    εκφρ.
    на - – έ α) στην κορυφή, επάνω, β) σε μέρος ακατάλληλο, ενοχλητικό, μπελαλίδικο•
    с тычокаβλ. 2 σημ. α).

    Большой русско-греческий словарь > тычок

  • 4 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 5 вырваться

    вырваться ξεφεύγω· γλιτώνω (спастись)· \вырваться вперёд ορμώ προς τα μπρος
    * * *
    ξεφεύγω; γλιτώνω ( спастись)

    вы́рваться вперёд — ορμώ προς τα μπρος

    Русско-греческий словарь > вырваться

  • 6 взад

    επίρ.
    (για κίνηση) προς τα πίσω•

    и вперед προς τα πίσω και μπροστά•

    ни взад ни вперед ούτε προς τα πίσω ούτε προς τα μπρος.

    Большой русско-греческий словарь > взад

  • 7 πορεία

    η
    1) ход; движение; ходьба;

    προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;

    η εξελικτική πορεία — поступательное движение;

    2) шествие;

    θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;

    3) поход;
    4) маршрут, путь; Курс, направление;

    πορεία προς βορραν — курс на север;

    αλλάζω πορεία — менять курс;

    5) трен, процесс, ход; течение, развитие;

    στην πορεία — в процессе, в ходе;

    6) воен. марш, переход;

    πορεία μιάς μέρας — дневной переход;

    σύντονος πορεία — форсированный марш;

    εν πορεία — на марше;

    § φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πορεία

  • 8 кпереди

    επίρ. (απλ.) προς τα μπρος, προς το μπροστινό μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > кпереди

  • 9 придвигать

    придвигать
    несов, придвинуть сов πλησιάζω κάτι προς τά μπρός, φέρω πλησίον / προωθώ (вперед).

    Русско-новогреческий словарь > придвигать

  • 10 onward(s)

    adverb (moving forward (in place or time): They marched onward(s).) προς τα μπρος

    English-Greek dictionary > onward(s)

  • 11 onward(s)

    adverb (moving forward (in place or time): They marched onward(s).) προς τα μπρος

    English-Greek dictionary > onward(s)

  • 12 propel

    [prə'pel]
    past tense, past participle - propelled; verb
    (to drive forward, especially mechanically: The boat is propelled by a diesel engine.) προωθώ,κινώ προς τα μπρος
    - propulsion
    - propelling-pencil

    English-Greek dictionary > propel

  • 13 выкинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. выкидать.
    2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.
    (ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•

    -ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.

    3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.
    4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.
    5. βγάζω για πούλημα•

    выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.

    6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.
    εκφρ.
    выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).
    (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•

    сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.

    || ξεπετιέμαι•

    -лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός.

    Большой русско-греческий словарь > выкинуть

  • 14 продвигать

    ρ.σ.
    μετακινώ, μεταθέτω (για ένα χρον. διάστημα)•

    целый день -ал мебель όλη τη μέρα μετακίνησα τα έπιπλα.

    μετακινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι.
    ρ.δ.
    βλ. продвинуть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > продвигать

  • 15 продвинуть

    ρ.σ.
    1. προωθώ, μετακινώ. || περνώ•

    продвинуть стол через дверь περνώ το τραπέζι από την πόρτα.

    2. μτφ. προωθώ•

    продвинуть дело προωθώ την υπόθεση.

    || προάγω, προβιβάζω•

    по службе προάγω στην υπηρεσία.

    1. κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι•

    враг -лся на 10 километров ο εχθρός προωθήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα.

    || περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, πηγαίνω• εισδύω•

    с трудом он -лся в окно με δυσκολία αυτός πήγε στο παράθυρο.

    2. μτφ. προωθούμαι•

    дело -лось η υπόθεση προωθήθηκε.

    || προάγομαι, προβ ιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > продвинуть

  • 16 сунуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. βλ. совать.
    2. δωροδοκώ, πασσάρω, λαδώνω.
    1. βλ. соваться.
    2. χώνομαι, κρύβομαι. || (απλ.) πέφτω προς τα μπρος (από απότομη κίνηση).

    Большой русско-греческий словарь > сунуть

  • 17 угон

    α.
    1. βλ. угонка (1 σημ.).
    2. ελαφρά μετατόπιση των σιδηροτροχιών προς τα μπρος (λόγω της κίνησης των τρένων).

    Большой русско-греческий словарь > угон

  • 18 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 19 πίσω

    επίρρ.
    1) сзади, позади;

    πίσω στη γωνιά — за углом;

    πίσω από — и από πίσω — за, сзади, позади; — следом;

    προς τα πίσω — назад;

    μένω ( — или πάω) πίσω — отставать;

    σαν το σκυλί πάει πίσω του — ходит за ним, как собака;

    2) назад, обратно;

    κάνω πίσω — отступать;

    πηγαίνω μπρος και πίσω — ходить взад и вперёд;

    ούτε μπρος ούτε πίσω — ни взад ни вперёд;

    γυρίζω πίσω — а) возвращать;

    γυρίζω πίσω το βιβλίο — возвращать книгу; — б) возвращаться;

    παίρνω πίσω τα λόγια μου — брать обратно свои слова;

    δίνω ( — или γυρίζω) πίσω κάτι — отдавать обратно что-л.;

    3) опять, снова, ещё, ещё раз;

    πίσω τα ίδια — опять то же самое;

    § η πίσω μεριά — или τό πίσω μέρος — а) задняя часть; — б) обратная сторона;

    τό ρολόι πάει πίσω — часы отстают;

    λέω πίσω από κάποιον — говорить о ком-л. за его спиной;

    μπρος φίλος και πίσω σκύλος — погов, в глаза ласкает, а за глаза лает; — спереди лижет, а сзади царапает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίσω

  • 20 взад

    взад
    нареч разг προς τά πίσω, ὀπίσω:
    ходить \взад и вперед πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω μπρος καί πίσω· ни \взад, ни вперед οὔτε μπρος οὔτε πίσω.

    Русско-новогреческий словарь > взад

См. также в других словарях:

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

  • επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… …   Dictionary of Greek

  • αντενδίδωμι — ἀντενδίδωμι (Α) κάνω κίνηση προς τα πίσω ενώ κάποιος άλλος κάνει κίνηση προς τα μπρος …   Dictionary of Greek

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • παρώθηση — η [παρωθώ] 1. η ώθηση προς τα μπρος 2. παρότρυνση, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • προερέσσω — Α 1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά 2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπουρίζω — Α ωθώ προς τα μπρος, όπως κάνει ο ούριος άνεμος στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπουρίζω «ωθώ, σπρώχνω»] …   Dictionary of Greek

  • προβατόβοδο — Γένος μηρικαστικών θηλαστικών της βόρειας Αφρικής, που μοιάζει και με βόδι και με πρόβατο. Το είδος π. το μοσχοφόρο δεν φτάνει σε ύψος το ένα μ. και είναι ζώο δυνατό, με πυκνό τρίχωμα, που φτάνει μέχρι τα γόνατα και μερικές φορές μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • προτείνομαι — 1 προτάθηκα βλ. πίν. 188 2 προτάθηκα, προτεταμένος βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: προτείνομαι : η μτχ. προτεταμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που εξέχει προς τα μπρος, π.χ. προτεταμένα ζυγωματκά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επίκυψη — η (γυμν.), η κάμψη του κορμού προς τα μπρος, ώστε τα δάχτυλα των τεντωμένων χεριών να αγγίσουν το έδαφος χωρίς τα γόνατα να λυγίσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»